στοιβή

στοιβή
και δωρ. τ. στοιβά, ἡ, ΜΑ
σωρός, στοίβα («στοιβὴ λίθων», Ευοτ.)
αρχ.
1. το φρυγανώδες και νομευτικό φυτό ποτήριο το ακανθώδες, κν. γνωστό σήμερα και ως αφάνα
2. γέμισμα, ιδίως στρώματος ή προσκέφαλου
3. αρχιτ. το τμήμα τού κρηπιδώματος που βρίσκεται κάτω από τον στυλοβάτη
4. μτφ. παραγέμισμα («κἄν που δὶς εἴπω ταυτόν, ἢ στοιβὴν ἴδῃς ἐνοῡσαν ἔξω τοῡ λόγου, κατάπτυσον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα στοιβ- τού ρ. στείβω «πατώ με τα πόδια, συμπιέζω». Η σημ. τής λ., ωστόσο, «γέμισμα στρωμάτων και μαξιλαριών» ανταποκρίνεται στην αρχική σημ. τής ΙΕ ρίζας τού στείβω «συσσωρεύω, συμπυκνώνω, συμπιέζω» (πρβλ. στιβάδα, στιβαρός, βλ. και λ. στείβω). Η λ., τέλος, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και το φυτό από το οποίο κατασκεύαζαν τέτοιου είδους γεμίσματα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στοιβή — thorny burnet fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιβῇ — στοιβάζω pile fut ind mid 2nd sg (doric) στοιβάζω pile fut ind act 3rd sg (doric) στοιβή thorny burnet fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιβαῖς — στοιβή thorny burnet fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιβαί — στοιβή thorny burnet fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιβήν — στοιβή thorny burnet fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στείβω — ΝΜΑ και στύβω και στίβω Ν (γενικά) πιέζω κάτι νεοελλ. 1. συμπιέζω κάτι, συνθλίβω κάτι για να βγει το υγρό που περιέχει («στείβω τα πορτοκάλια») 2. (αμτβ.) (για πηγή ή ποταμό) στερεύω, ξηραίνομαι 3.φρ. α) «στείβω το μυαλό μου» μτφ. κουράζω τη… …   Dictionary of Greek

  • στοιβίον — τὸ, Α [στοιβή] το φυτό στοιβή …   Dictionary of Greek

  • драчие — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. στοιβή) тоже, что терние негодная колючая трава. … …   Словарь церковнославянского языка

  • стог — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. θημονία, στοιβή) куча сжатого на поле хлеба.  … …   Словарь церковнославянского языка

  • esteba — I (Derivado de estibar, apretar, amontonar.) ► sustantivo femenino NÁUTICA Pértiga gruesa usada en las embarcaciones para apretar unas sacas de lana sobre otras. II (Del lat. stoebe < gr. stoibe.) ► sustantivo femenino BOTÁNICA Hierba gramínea …   Enciclopedia Universal

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”